🇬🇷 el en 🇬🇧

διασταύρωση noun

  /ði.aˈsta.vɾo.si/
  • (βιολογία) ένωση διαφορετικών ειδών με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου είδους
cross-bred
  • η τομή ενός δρόμου με άλλον
intersection

Διασταύρωση properNoun

  /ði.aˈsta.vɾo.si/
Diastavrosi
Wiktionary Links