🇬🇷 el en 🇬🇧

διατροφή noun

  /ði̯a.tɾoˈfi/
  • (νομικός όρος) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τον ένα σύζυγο στον άλλο για την κάλυψη μέρους των εξόδων του καθώς και των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης
alimony
  • η ενέργεια του να διατρέφεις κάποιο άνθρωπο ή ζώο
feeding, food
  • το σύνολο ή ο συνδυασμός των τροφών που λαμβάνει κάποιος σε σταθερή βάση
nutrition
Wiktionary Links