🇬🇷 el en 🇬🇧

διατύπωση noun

  • ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται γλωσσικά κάτι, οι συγκεκριμένες φράσεις που χρησιμοποιεί ο ομιλητής ή ο συγγραφέας
formulation, wording
  • η ενέργεια με την οποία εκφράζω γραπτά ή προφορικά κάτι
  • (στον πληθυντικό) μια τυπική διαδικασία που είναι απαραίτητη ώστε να ολοκληρωθεί μια ενέργεια
postulation
Wiktionary Links