🇬🇷 el en 🇬🇧

διερμηνευτής noun

  • (επάγγελμα) αυτός που διερμηνεύει
  • (πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα που διαβάζει από τον πηγαίο κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού τις εντολές, μια κάθε φορά και ταυτόχρονα την εκτελεί
interpreter
Wiktionary Links