🇬🇷 el en 🇬🇧

διεύθυνση noun

  • η περιοχή, η οδός και ο αριθμός που ορίζουν την τοποθεσία ενός κτηρίου
address, direction, management
  • η οργάνωση και επίβλεψη ενός έργου ή συνόλου ανθρώπων από έναν ή περισσότερους επικεφαλής
  • ο χώρος, το γραφείο όσων ασκούν τη διοίκηση ή και οι ίδιοι οι επικεφαλής
  • (φυσική) η ευθεία γραμμή κατά μήκος της οποίας μπορεί να κινηθεί ένα σώμα προς κάθε κατεύθυνση
  • (καταχρηστικά) κατεύθυνση
  • (πληροφορική) θέση μνήμης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική address)
direction, management
Wiktionary Links