🇬🇷 el en 🇬🇧

δικαίωμα noun

  /ðiˈce.o.ma/
  • (πληροφορική) αγγλικά privilege: δυνατότητα που αποδίδεται ανά κατηγορία χρηστών για να διαβάσουν, γράψουν τα αρχεία ή να εκτελέσουν τα προγράμματα ενός συστήματος
permission, privilege
right
Wiktionary Links