🇬🇷 el en 🇬🇧

δράκαινα noun

  /ˈðɾa.ce.na/
  • θηλυκό του δράκος
dragoness, she-dragon
  • θαλασσινό ψάρι, που τρέφεται με άλλα ψάρια, αφού πρώτα τα σκοτώσει με δηλητήριο που εκκρίνει από τα αγκάθια της
weever, weeverfish
  • (μεταφορικά) άγρια, επιθετική και ανευχαρίστητη γυναίκα
dragon, harridan, shrew
Wiktionary Links