🇬🇷 el en 🇬🇧

δρομέας noun

  /ðɾoˈme.as/
  • (πληροφορική) δείκτης που μετακινείται πάνω στην οθόνη του υπολογιστή καθώς πληκτρολογεί ο χρήστης και υποδεικνύει τη θέση εισαγωγής κειμένου (κατ' αναλογία με τον αντίστοιχο όρο που χρησιμοποιείται στη δακτυλογραφία από τον οποίο προέρχεται)
cursor, pointer
  • (αθλητισμός) αθλητής που τρέχει σε αγώνα δρόμου
racer, runner
  • (τεχνολογία) το κινούμενο μέρος ενός ηλεκτρικού κινητήρα
rotor
Wiktionary Links