🇬🇷 el en 🇬🇧

δόλιος adjective

  /ˈðo.li.os/
  • που έχει πάθει πολλές συμφορές, καημένος, κακομοίρης
poor

δόλιος adjective

  /ˈðo.li.os/ , /ˈðo.ʎos/
  • που ενεργεί με δόλο
devious, treacherous
Wiktionary Links