🇬🇷 el en 🇬🇧

δύναμη noun

  /ˈði.na.mi/
  • (φυσική) το φυσικό διανυσματικό μέγεθος που προκαλεί αλλαγή της κινητικής κατάστασης ή παραμόρφωση ενός φυσικού σώματος
force, power
strength
  • (μαθηματικά) το γινόμενο του πολλαπλασιασμού ενός αριθμού με τον εαυτό του
power
Wiktionary Links