🇬🇷 el en 🇬🇧

δύσκολος adjective

  /ˈði.sko.los/
difficult, hard
  • που δε γίνεται εύκολα κατανοητός
  • που προξενεί προβλήματα, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς εύκολα τον ιδιότροπο χαρακτήρα του
  • που δεν μπορεί εύκολα να ικανοποιηθεί με κάτι, που είναι πολύ λεπτόλογος σε κάθε επιλογή του.
picky
Wiktionary Links