δύσκολος
adjective
/ˈði.sko.los/
|
|
difficult,
hard
|
- που δε γίνεται εύκολα κατανοητός
- που προξενεί προβλήματα, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς εύκολα τον ιδιότροπο χαρακτήρα του
- που δεν μπορεί εύκολα να ικανοποιηθεί με κάτι, που είναι πολύ λεπτόλογος σε κάθε επιλογή του.
|
picky
|