🇬🇷 el en 🇬🇧

εγγράφω verb

  • γράφω (με επίσημο τρόπο) κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση, κατάλογο ή σε κάποιο (λογιστικό) βιβλίο / έγγραφο
register, enrol, enroll
  • (πληροφορική) burn: πραγματοποιώ (μόνιμη) εγγραφή σε μνήμες μίας χρήσης όπως CD, DVD, ROM
burn
  • (γεωμετρία) σχηματίζω ένα γεωμετρικό σχήμα μέσα σε άλλο, με τρόπο ώστε κάποια σημεία ή γραμμές τους να είναι κοινά
inscribe
  • καταγράφω εικόνα ή ήχο σε κατάλληλο μέσο
record
Wiktionary Links