🇬🇷 el en 🇬🇧

εγγραφή noun

  /eŋ.ɣɾaˈfi/
recording, registration, entry
  • (για CD, ROM, κλπ.) burn: το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή σε μνήμες, που είναι μίας χρήσης, όπως CD, DVD, ROM. Μεταφορικά, λέγεται και κάψιμο της μνήμης, διότι η μνήμη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλη εγγραφή.
burn
  • (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακή βάση δεδομένων) η γραμμή (row), η πλειάδα (tuple) ενός πίνακα (table)
record
Wiktionary Links