🇬🇷 el en 🇬🇧

εδάφιο noun

  /eˈða.fi.o/
  • μικρή παράγραφος κειμένου, ιδιαίτερα νομικού ή θρησκευτικού που διακρίνεται από τις άλλες με αρίθμηση αριθμού ή γράμματος του αλφάβητου
verse
Wiktionary Links