🇬🇷 el en 🇬🇧

εισάγω verb

  • (γραμματική) (για μέρη του λόγου) ξεκινάω μια πρόταση
introduce
  • (οικονομία) κάνω εισαγωγή, φέρνω προϊόντα από ξένες χώρες
import, interpolate
Wiktionary Links