🇬🇷 el en 🇬🇧

εκδίδω verb

  /ekˈði.ðo/
  • (νομικός όρος) συλλαμβάνω αλλοδαπό εγκληματία και τον παραδίνω στην αστυνομία της χώρας του
extradite
issue, publish
Wiktionary Links