🇬🇷 el en 🇬🇧

εκκένωση noun

  /eˈce.no.si/
  • (φυσική) η απότομη μεταφορά ηλεκτρικών φορτίων σε άλλο αγωγό ή σώμα
discharge
  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκκενώνω
evacuation, clearing
Wiktionary Links