🇬🇷 el en 🇬🇧

εκκίνηση noun

  • (πληροφορική) η διαδικασία της έναρξης της λειτουργίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή παρόμοιας ηλεκτρονικής συσκευής) με τη φόρτωση του λειτουργικού συστήματος
boot, bootstrap
start, starting
Wiktionary Links