🇬🇷 el en 🇬🇧

εκκινώ verb

  /e.ciˈno/
  • (πληροφορική) bootstrap: φορτώνω το λειτουργικό σύστημα από μη πτητική μνήμη (πχ. σκληρός δίσκος, μνήμη φλας, κλπ.) στην κεντρική μνήμη (πχ. RAM) του υπολογιστή
boot, bootstrap
commence
Wiktionary Links