🇬🇷 el en 🇬🇧

εκτελώ verb

perform
  • (πληροφορική) για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, όταν το θέτω σε κατάσταση λειτουργίας
execute, launch, open, run, start
Wiktionary Links