🇬🇷 el en 🇬🇧

εκτιμώ verb

  /e.ktiˈmo/
  • κάνω μια εκτίμηση, έναν υπολογισμό για την αξία (ή την έκταση, το μέγεθος κ.λπ.) κάποιων πραγμάτων
appreciate, evaluate, respect
Wiktionary Links