🇬🇷 el en 🇬🇧

εκτιμώμενος

  • (παρωχημένο) εκείνος που τον θεωρούν άξιο εκτίμησης για κάποιες αρετές
estimated
  • εκείνος που τον εκτιμούν ποσοτικά
estimated, honored
Wiktionary Links