🇬🇷 el en 🇬🇧

ελεύθερος adjective

  /eˈle.fθe.ɾos/
  • (χώρα ή λαός) που δε βρίσκεται υπό ξένη κατοχή ή τυραννικό καθεστώς
free, unoccupied, single
  • που δεν έχει περιορισμούς και δεσμεύσεις, εσωτερικές ή εξωτερικές, στη δράση του
  • (ειδικότερα) που δεν περιορίζεται η κίνησή του επειδή δεν είναι δεμένος
  • διαθέσιμος, αδέσμευτος
  • που δεν είναι στη φυλακή
  • (για δρόμους, διόδους κ.λπ) που δεν έχει εμπόδια, ανοιχτός
  • (για το σώμα ή τα μέλη) χαλαρός, όχι σφιγμένος
  • ανύπαντρος
  • (αθλητισμός) που δεν ακολουθείται σε μικρή απόσταση από αντίπαλο παίκτη
free

ελεύθερος noun

  /eˈle.fθe.ɾos/
free man
Wiktionary Links