🇬🇷 el en 🇬🇧

εμβολιάζω verb

  /eɱ.vo.liˈa.zo/
  • (ιατρική, φαρμακευτική) εισάγω εμβόλιο σε οργανισμό για θεραπεία ή πρόληψη
vaccinate, graft
Wiktionary Links