🇬🇷 el en 🇬🇧

εμψυχωτής noun

  /em.psi.xoˈtis/
heartener, inspirer
  • αυτός που εμψυχώνει, που δίνει θάρρος
  • (νεολογισμός, επάγγελμα) επαγγελματίας που εμψυχώνει και ευαισθητοποιεί ανθρώπους ή ομάδες ώστε να πετύχουν ένα στόχο που έχουν βάλει. Ιδιαίτερα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
life coach
Wiktionary Links