🇬🇷 el en 🇬🇧

ενέργεια noun

  /eˈneɾ.ʝi.a/
  • (φυσική) η θεμελιώδης ποσότητα που χαρακτηρίζει ένα σώμα ή χώρο που μπορεί να μεταβάλλει κάποιο άλλο σώμα ή να μεταβληθεί
energy
  • η ανθρώπινη πράξη
act, action
Wiktionary Links