🇬🇷 el en 🇬🇧

ενδοσκοπικός adjective

  • (ιατρική) που σχετίζεται με την ενδοσκόπηση ή γίνεται με ενδοσκόπιο
endoscopic
  • (ψυχολογία) που σχετίζεται με την ανάλυση την συνείδησης
introspective
Wiktionary Links