🇬🇷 el en 🇬🇧

ενεργούμενο noun

  /e.neɾˈɣu.me.no/
  • πρόσωπο που δεν ενεργεί με δική του πρωτοβουλία, αλλά ακολουθεί τυφλά τις οδηγίες κάποιου άλλου
energumen
Wiktionary Links