🇬🇷 el en 🇬🇧

ενημερώνω verb

  /e.ni.meˈɾo.no/
  • καταγράφω όλες τις μεταβολές μιας αξίας που έχουν συμβεί από την προηγούμενη φορά
update
  • (πληροφορική) κατεβάζω και εγκαθιστώ σε υπολογιστή τις τελευταίες αλλαγές που έχουν γίνει στο λογισμικό που χρησιμοποιεί
inform
Wiktionary Links