🇬🇷 el en 🇬🇧

εντολή noun

  /e.ndoˈli/
order, commandment, behest
  • (πληροφορική) command: εντολή που δίδεται σε λειτουργικό σύστημα ή σε ένα πρόγραμμα ή γενικότερα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για να εκτελέσει κάποια λειτουργία
command, statement
  • (πληροφορική) instruction: εντολή ή ομάδα εντολών στη γλώσσα μηχανής που εκτελούν κάποια απλή λειτουργία στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας
instruction
Wiktionary Links