🇬🇷 el en 🇬🇧

εξάτμιση noun

  • (φυσική) το φυσικό φαινόμενο της εξαέρωσης κατά το οποίο μετατρέπεται σε αέριο μόνο η επιφάνεια του υγρού
evaporation, exhaust
  • απαγωγό εξάρτημα κινητήρα εσωτερικής καύσης από το οποίο αποβάλλονται τα αέρια υπόλοιπα της καύσης
muffler
Wiktionary Links