🇬🇷 el en 🇬🇧

εξομαλύνω verb

  /e.kso.maˈli.no/
  • (μεταφορικά) εξαλείφω ή διευθετώ δυσκολίες ή εντάσεις, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία
normalize, normalise, smooth out
  • κάνω κάτι ομαλό, επίπεδο ή λείο
level, smooth
Wiktionary Links