🇬🇷 el en 🇬🇧

εξοχικό noun

  /e.kso.çiˈko/
  • (γαστρονομία) κρέας ψημένο με καρυκεύματα, τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο ή φύλλα πίτας
holiday home
Wiktionary Links