🇬🇷 el en 🇬🇧

επίθετο noun

  /eˈpi.θe.to/
  • (γραμματική) κλιτή λέξη που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά του
adjective
  • ουσιαστικό ή επίθετο που συνοδεύει συχνά το όνομα κάποιου
epithet
Wiktionary Links