🇬🇷 el en 🇬🇧

επαναληπτικός adjective

  /e.pa.na.li.ptiˈkos/
iterative, repeating
  • που επαναλαμβάνει κάτι
  • που επαναλαμβάνεται
  • (γραμματική, για αντωνυμία) που χρησιμοποιείται αντί για ουσιαστικό, που έχει αναφερθεί προηγουμένως
runoff
Wiktionary Links