🇬🇷 el en 🇬🇧

επαναστατικός adjective

  • που κάνει σημαντική πρόοδο για την επιστήμη ή την ανθρωπότητα
revolutionary, groundbreaking
  • που δημιουργεί μια εξέγερση, που αντιδρά στο κατεστημένο
revolutionary, rebellious, groundbreaking
Wiktionary Links