🇬🇷 el en 🇬🇧

επαναφορά noun

  /e.pa.na.foˈɾa/
  • η επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση
  • (πληροφορική) revert: η επιστροφή λογισμικού ή γενικότερα δεδομένων σε προηγούμενη κατάσταση, όπως στην περίπτωση των συναλλαγών (transactions) σε βάσεις δεδομένων ή στις αναθεωρήσεις σε ένα σύστημα ελέγχου πηγαίου κώδικα (source control)
recovery, return, reset
  • (πληροφορική) return: το πλήκτρο της επιστροφής του κυλίνδρου της γραφομηχανής (γνωστό παλιότερα και ως ἐπαναφορεύς), καθώς και το πλήκτρο της επιστροφής στην αρχή της γραμμής στον υπολογιστή (πιο γνωστό με τον αγγλικό όρο return)
return
  • (σχήμα λόγου) η συνεχής επανάληψη της ίδιας λέξης, φράσης ή θέματος
repetition
  • (επιστήμη) η κατεργασία βαμμένων μετάλλων με αναθέρμανση, για να μαλακώσουν
tempering
Wiktionary Links