🇬🇷 el en 🇬🇧

επανεκκίνηση noun

  /e.pa.neˈci.ni.si/
  • (πληροφορική) η έναρξη εκ νέου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ βρίσκεται σε λειτουργία, με εντολή στο λειτουργικό σύστημα, χωρίς την διακοπή της ηλεκτροδότησης και εν συνεχεία τη φόρτωση του λειτουργικού συστήματος
reboot, restart
reset
Wiktionary Links