🇬🇷 el en 🇬🇧

επιβραδυντής noun

  /e.pi.vɾa.ðinˈtis/
  • (χημεία) ουσία που επιβραδύνει τη διαδικασία μιας χημικής αντίδρασης
moderator
Wiktionary Links