🇬🇷 el en 🇬🇧

επιγονατίδα noun

  /e.pi.ɣo.naˈti.ða/
  • (ανατομία) οστό τριγωνικού σχήματος και μικρού μεγέθους που βρίσκεται στο γόνατο
kneecap, patella, rotula
  • (κατ’ επέκταση) ειδικό κάλυμμα ή νάρθηκας που προστατεύει, στηρίζει και στερεώνει το γόνατο
knee pad
Wiktionary Links