🇬🇷 el en 🇬🇧

επιθετικός adjective

  /e.pi.θe.tiˈkos/
  • (γραμματική) που συσχετίζεται με το επίθετο
adjectival
  • που έχει σχέση με την επίθεση
aggressive, offensive
  • (ουσιαστικοποιημένο, αθλητισμός) ο παίκτης μιας ομάδας (ποδοσφαίρου, μπάσκετ κλπ) που παίζει κυρίως στην επίθεση, προσπαθώντας να διασπάσει την αντίπαλη άμυνα και να βάλει πόντο (γκολ, καλάθι κλπ)
attacker
Wiktionary Links