🇬🇷 el en 🇬🇧

επιλογή noun

  /e.pi.loˈʝi/
choice, selection
  • (πληροφορική) προαιρετικός όρος σε εντολή που την εξειδικεύει
option
  • (βάσεις δεδομένων), (στο σχεσιακό μοντέλο) μοναδιαίος τελεστής (πράξη) της σχεσιακής άλγεβρας, που λαμβάνει σαν τελεστέο μιά σχέση (πίνακα) και δημιουργεί μία νέα σχέση με τις πλειάδες (γραμμές) που ικανοποιούν μια συνθήκη
select
Wiktionary Links