🇬🇷 el en 🇬🇧

επιμέλεια noun

  /e.piˈme.li.a/
  • (νομικός όρος) η ανάληψη της ευθύνης και η φροντίδα προς κάποιο πρόσωπο που δεν μπορεί να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του
care, charge, conscientiousness, diligence
  • η φροντίδα και το ενδιαφέρον για κάτι
care, diligence
Wiktionary Links