🇬🇷 el en 🇬🇧

επισκοπή noun

  /e.pi.skoˈpi/
  • (θρησκεία) η περιφέρεια στην οποία ασκεί του δοικητικό και ποιμενικό του έργο ένας επίσκοπος
diocese

Επισκοπή properNoun

  /e.pi.skoˈpi/
Episcope, Episkopi
Wiktionary Links