🇬🇷 el en 🇬🇧

επιστάτης noun

  /e.piˈsta.tis/
  • (επάγγελμα) υπάλληλος που έχει τη γενική ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία κτιρίου ή ιδρύματος
caretaker, custodian, janitor
Wiktionary Links