🇬🇷 el en 🇬🇧

εποχή noun

  /e.poˈçi/
  • υποδιαίρεση του έτους (για τις εύκρατες περιοχές: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας)
season
  • υποδιαίρεση του ιστορικού χρόνου, μεγάλη ή μικρότερη ιστορική περίοδος
era
Wiktionary Links