🇬🇷 el en 🇬🇧

ευαισθησία noun

  /e.ve.sθiˈsi.a/
  • η ικανότητα κάποιου να αισθάνεται εξωτερικά ερεθίσματα ή επιδράσεις
sensibility
  • η ικανότητα ενός επιστημονικού οργάνου να καταγράφει με ακρίβεια και διαβάθμιση κάποιους (εξωτερικούς) παράγοντες
sensitivity
Wiktionary Links