🇬🇷 el en 🇬🇧

ευνουχίζω verb

  /e.vnuˈçi.zo/
  • (για άνδρα ή αρσενικό ζώο) αποκόπτω ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες και καθιστώ στείρο
castrate, emasculate
Wiktionary Links