🇬🇷 el en 🇬🇧

ευνοώ verb

  /ev.noˈo/
  • δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση και προσοχή σε κάποιον· δείχνω εύνοια· είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον
favour, favor
Wiktionary Links