🇬🇷 el en 🇬🇧

ευπατρίδης noun

  /ef.paˈtɾi.ðis/
  • (ιστορία) (αρχαία Αθήνα) άτομο της ανώτερης κοινωνικής τάξης, (κατ’ επέκταση) αριστοκράτης
Eupatrid, aristocrat, nobleman, patrician
  • (ιστορία) (αρχαία Ρώμη) πατρίκιος
  • άτομο αριστοκρατικής καταγωγής, καλλιεργημένο και με ευγενικούς τρόπους
aristocrat, nobleman, patrician
Wiktionary Links